- μυρσινών
- μυρσῐν-ών, [dialect] Att. [full] μυρρινών, ῶνος, ὁ,A myrtle-grove, Id.Ra.156, Aesop.194, Philostr.Im.2.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυρσινών — myrtle grove masc nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρσινῶν — μυρσίνη myrtle fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μυρσίνων — Μύρσινος of myrtle fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρσίνων — μύρσινος of myrtle masc/fem/neut gen pl μύρσινος of myrtle masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρσινῶνι — μυρσινών myrtle grove masc dat sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρσινῶνος — μυρσινών myrtle grove masc gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρσεών — μυρσεών, ὁ (Α) φυτεία μυρσινών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρτεών με συριστικοποίηση τού τ (πρβλ. μύρτινος μύρσινος)] … Dictionary of Greek
μυρσινεών — μυρσινεών, ὁ (Α) μυρσινώνας, άλσος μυρσινών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρσίνη + κατάλ. εών (πρβλ. κοπρ εών, χοιρ εών)] … Dictionary of Greek
μυρσινώνας — ο (Α μυρσινών και αττ. τ. μυρρινών) τόπος κατάφυτος από μυρσίνες, άλσος από μυρτιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρσινος / μύρρινος + κατάλ. ων (πρβλ. αμπελ ών)] … Dictionary of Greek